- αναμασχαλιστήρ
- ἀναμασχαλιστήρ (-ῆρος), ο (Α) [μασχαλιστήρ]ράντα στον ώμο γυναικείου φορέματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμασχαλιστήρ — shoulder strap masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμασχαλιστῆρας — ἀναμασχαλιστήρ shoulder strap masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)